Video Games. Από τη «Φυσιολογική» Ενασχόληση ως τον Εθισμό
Από τις Έλλη Γιαννοπούλου – Ψυχολόγο & Κική Φαντή – Life Coach.
«Γυρίζω από τη δουλειά στις 5 το απόγευμα. Μπουκάρω στο δωμάτιο του και τον βλέπω πάλι να παίζει. Αρχίζει τις δικαιολογίες ότι τώρα μπήκε, ότι είχε κολλήσει το ίντερνετ κλπ.»
«Ξυπνάω τη νύχτα και ακούω φωνές. Μπαίνω στο δωμάτιο της και τη βλέπω στο κινητό. Η ώρα είναι 4πμ. Πότε θα κοιμηθείς;, τη ρωτάω».
Τον τελευταίο χρόνο περισσότερο από ποτέ τα παιδιά και κυρίως οι έφηβοι περνούν ατέλειωτες ώρες παίζοντας video games. Η πανδημία και η απαγόρευση της κυκλοφορίας έφερε ακόμη πιο «κοντά» τα παιδιά στα διαδικτυακά παιχνίδια.
Τον Ιούνιο του 2018, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), αναγνώρισε τον εθισμό στα video games ως ψυχική διαταραχή, συμπεριλαμβάνοντάς τον στον επίσημο κατάλογο όλων των ασθενειών με την ονομασία «διαταραχή ηλεκτρονικού παιχνιδιού» (Gaming Disorder).
Πριν βιαστούμε να «κατηγορήσουμε» με ευκολία τα video games χρήσιμο είναι να δούμε το «γιατί» της όλης υπόθεσης.
Γιατί ολοένα περισσότερα παιδιά και έφηβοι προτιμούν να βρίσκονται τόσες ώρες σε αυτόν το διαδικτυακό κόσμο αφήνοντας στην άκρη άλλες δραστηριότητες όπως η άθληση, η επαφή με συνομηλίκους, το παιχνίδι σε φυσικό περιβάλλον, η συμμετοχή στις δραστηριότητες της οικογένειας;
Ο πρώτος λόγος ανήκει στους ενήλικες. Οι παιχνιδοκονσόλες αγοράστηκαν από ενήλικες ακόμη και σε παιδιά ηλικίας τεσσάρων και πέντε ετών. Υπάρχουν και πολλοί γονείς, μπαμπάδες στην πλειοψηφία τους, που παίζουν video games. Παρομοίως πολλά παιδιά έχουν την ελευθερία από τους γονείς να κατεβάζουν παιχνίδια στον υπολογιστή, στο κινητό ή στο τάμπλετ επίσης από πολύ μικρή ηλικία.
Τα παιδιά έχουν ερεθίσματα από τις οθόνες που συνήθως είναι παντού στο σπίτι και ζητούν επίμονα να ασχοληθούν με αυτές. Πολύ σύντομα αποκτούν το δικό τους κινητό ή τη δική τους κονσόλα. Αυτά παρέχουν στους γονείς την ευχαρίστηση ότι προσφέρουν κάτι στο παιδί, καθώς και χρόνο όπου νιώθουν ότι μπορούν να είναι ήρεμοι εφόσον το παιδί δεν γκρινιάζει. Επιπλέον είναι στο οπτικό τους πεδίο, οπότε δεν ανησυχούν για την ασφάλειά του και είναι ξεκούραστοι καθώς δεν το κυνηγούν δεξιά και αριστερά όπως θα συνέβαινε σε μια παιδική χαρά.
Το δεύτερο λόγο έχουν τα παιδιά. Για ποιο λόγο είναι τόσο ελκυστικά στα παιδιά και στους εφήβους. Έχουν πολύ ελκυστικά γραφικά, δημιουργούν συνεχώς προκλήσεις στο να περάσουν τα εμπόδια, να ανέβουν επίπεδο, να κερδίσουν περισσότερα χρήματα κλπ. Επιπρόσθετα τα παιδιά μπορούν να παίζουν «παρέα» με άλλα παιδιά και να συνομιλούν μεταξύ τους. Καλύπτουν δηλαδή διάφορες ανάγκες τους, όπως είναι η ανάγκη για παιχνίδι, η ανάγκη για παιχνίδι και ταύτιση με τους άλλους, η κοινωνική συναναστροφή, η αύξηση της αυτοπεποίθησης όταν νιώθουν ότι τα καταφέρνουν.
Έχουν δημιουργηθεί και νέα πρότυπα οι gamers, τους οποίους τα παιδιά παρακολουθούν, επικοινωνούν μαζί τους και θέλουν να γίνουν ένας από αυτούς. Επιπλέον σπουδαίο ρόλο παίζει και η αύξηση της ντοπαμίνης που μπορεί να έχει διάρκεια ακόμη και 15 λεπτά αφού βγούνε από το παιχνίδι.
Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί δυσκολεύονται να κλείσουν το παιχνίδι τη συμφωνημένη ώρα ή όταν τους το ζητούν οι γονείς τους.
Πότε όμως η ενασχόληση αποκτά άλλες διαστάσεις και γίνεται εθισμός;
Οι πολλές ώρες που βρίσκονται παιδιά και έφηβοι μπροστά στις οθόνες συνεπάγεται και περισσότερα εθισμένα άτομα ή όχι;
Όπως σε όλες τις εξαρτήσεις και τους εθισμούς για να μετατραπεί η απλή χρήση σε συνήθεια και η συνήθεια σε εξάρτηση χρειάζεται να υπάρχει ψυχολογικό υπόβαθρο. Το δύσκολο είναι ότι ο ψυχισμός των παιδιών και των εφήβων είναι ιδιαίτερα εύθραυστος οπότε και ευάλωτος στο άγχος και στη θλίψη. Με τα βιντεοπαιχνίδια πολλές φορές τα παιδιά ανακουφίζονται από το άγχος του σχολείου ή το κοινωνικό άγχος και από δυσάρεστα γεγονότα που μπορεί να υπάρχουν στη ζωή τους.
Υπάρχουν κάποια βασικά σημάδια-κριτήρια που μπορεί να παρατηρήσει ο γονιός για να ανησυχήσει.
Συνήθως οι γονείς ανησυχούν όταν θεωρούν ότι τα παιδιά περνούν πάρα πολύ χρόνο στην οθόνη αλλά ο χρόνος δεν είναι το βασικό κριτήριο. Το παιδί ή ο έφηβος δείχνει αποδιοργανωμένος όταν δεν παίζει βιντεοπαιχνίδια, αποφεύγει να βγει από το σπίτι, να συναναστραφεί τα μέλη της οικογένειας του, να συναντήσει τους φίλους του. Διαταράσσονται ο ύπνος και η όρεξή του, έχει έντονο εκνευρισμό, αποφεύγει τη σωματική υγιεινή.
Συνήθως η σχολική του επίδοση παρουσιάζει πτώση, το ίδιο και η συμμετοχή του σε αθλητικές ή άλλου είδους δραστηριότητες.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς.
Να προσεγγίσουν το παιδί ή τον έφηβο με θετική και όχι επικριτική διάθεση. Συνήθως οι γονείς από το άγχος τους καταλήγουν να έχουν μεγάλη ένταση στην προσέγγιση του παιδιού. Το παιδί το νιώθει το συγκεκριμένο αρνητικό κλίμα και σιγά σιγά αποφεύγει την επαφή, διότι γνωρίζει ότι όλες οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από το συγκεκριμένο θέμα και μπορεί να καταλήξουν σε καβγά.
Βοηθάει επίσης να κάνουν ένα «οικογενειακό συμβούλιο» όπου θα αποφασίσουν να απέχουν όλα τα μέλη της οικογένειας από την οθόνη για μία εβδομάδα, να αποφασίσουν τη μέρα που θα ξεκινήσουν την προσπάθεια και να σκεφτούν εναλλακτικές δραστηριότητες με τις οποίες μπορούν να ασχοληθούν. Χρειάζεται να έχουν θετική διάθεση και επιμονή, να αποφεύγουν τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς προς το παιδί, να είναι επιεικείς αν η προσπάθεια δεν πάει πολύ καλά και πρόθυμοι να ξαναπροσπαθήσουν άμεσα.
Στη συνέχεια μπορούν να δοκιμάσουν ένα ρεαλιστικό όριο επαφής με την οθόνη ανάλογο με την ηλικία, την ιδιοσυγκρασία και τον ελεύθερο χρόνο του παιδιού.
Η Έλλη Γιαννοπούλου είναι Ψυχολόγος, τ. Επιστημονική Συνεργάτης 3ης Παιδιατρικής Κλινικής Α.Π.Θ. και έχει μετεκπαιδευτεί στις αναπτυξιακές διαταραχές, Εργάζεται, εδώ και 20 χρόνια, με παιδιά εφήβους και τις οικογένειές τους και πιστεύει ότι το κάθε παιδί είναι προορισμένο να ανθίσει.
Η Κική Φάντη είναι PharmacyAssistant και δραστηριοποιείται ως PersonalLifeCoach. Σπούδασε Diploma in Positivity Coaching – Accredited by the International Coach Federation ICF. Είναι μέλος του GSS της AFS. Εμπιστεύεται τη βιωματική της γνώση και τη μεταφέρει σε όσους έχουν διάθεση για αλλαγή.
Η Έλλη Γιαννοπούλου και η Κική Φαντή έχουν ιδρύσει το LAV – LifeAvenue (τη Λεωφόρο της ζωής), μέσω του οποίου πραγματοποιούν, webinars ενδυνάμωσης για τους γονείς και τα παιδιά τους, καθώς το moto τους είναι «Makingthingsbetter», να κάνουν τα πράγματα καλύτερα!